οικοφθόρος

οικοφθόρος
οἰκοφθόρος, ὁ (Α)
ως επίθ.
1. αυτός που κατασπαταλά την οικιακή περιουσία, άσωτος
2. μοιχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. κοσμο-φθόρος, ψυχο-φθόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἰκοφθόρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοφθόρους — οἰκόφθορος one who ruins a house masc acc pl οἰκοφθόρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοφθόροι — οἰκοφθόρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοφθόρον — οἰκοφθόρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφθορος — η, ο (AM ἄφθορος, ον) αδιάφθορος, αγνός αρχ. ανόθευτος, άκρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθορος < φθείρω (πρβλ. ανδροφθόρος, λαοφθόρος, οικοφθόρος] …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οικοφθορία — οἰκοφθορία, ἡ (Α) [οικοφθόρος] 1. η καταστροφή τού σπιτιού ή τής περιουσίας («οἰκοφθορίαν καὶ πενίαν φοβούμενοι», Πλάτ.) 2. μοιχεία …   Dictionary of Greek

  • οικοφθορώ — οἰκοφθορῶ, έω (Α) [οικοφθόρος] 1. σπαταλώ την οικιακή περιουσία 2. παθ. οἰκοφθοροῡμαι, έομαι καταστρέφομαι οικονομικά, χάνω την περιουσία μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”